και περισσότερες φωτογραφίες:
http://picasaweb.google.gr/hodolidou/2009910O10?authkey=Gv1sRgCNLj-tOqjfTMZA#
Η εικόνα του παιδιού μέσα από το φωτογραφικό έργο
http://picasaweb.google.gr/hodolidou/2009910O10?authkey=Gv1sRgCNLj-tOqjfTMZA#
Η εικόνα του παιδιού μέσα από το φωτογραφικό έργο
της Βούλας Παπαϊωάννου
Σοφία Κωνσταντινίδου
μεταπτυχιακή φοιτήτρια
Η παρούσα εργασία επιδιώκει να μελετήσει τις αναπαραστάσεις της παιδικής ηλικίας στο φωτογραφικό έργο της Βούλας Παπαϊωάννου. Η βαρύτητα την οποία αποδίδει η Βούλα Παπαϊωάννου στο παιδί, το οποίο αποτελεί το συντριπτικά κυρίαρχο θέμα της, δίνει τη δυνατότητα για τη μελέτη της έννοιας της παιδικής ηλικίας μέσα σ’ ένα πολυδύναμο ιστορικό πλαίσιο.
Το εγχείρημα της συγκεκριμένης εργασίας είναι η μελέτη της παιδικής ηλικίας ως κοινωνικής κατασκευής και ως προϊόντος συγκεκριμένου χρόνου και χώρου. Από τη στιγμή που η παιδική ηλικία συγκροτείται τόσο χρονικά όσο και χωρικά, μας ενδιαφέρει η διαπίστωση ότι ο χρόνος είναι κοινωνική και όχι φυσική μονάδα (James 2003: 189). Η μελέτη του χρόνου συμβάλλει στο να κατανοήσουμε τους τρόπους με τους οποίους έχουν αποδοθεί συγκεκριμένα νοήματα σε ιδέες για το παιδί και την παιδική ηλικία όχι μόνο σε κάποιες στιγμές στο χρόνο αλλά και μέσα από ιδιαιτερότητες αντιλήψεων για τον ίδιο το χρόνο Έτσι, οι φωτογραφίες της παιδικής ηλικίας αναλύονται τόσο ως κοινωνική αναπαράσταση της εποχής όσο και ως κοινωνική αναπαράσταση από το παρόν προς το παρελθόν.
Στο θεωρητικό μέρος της εργασίας, περιγράφονται οι αλλαγές που έχει υποστεί η κοινωνική θέση των παιδιών και η εμπειρία του να είσαι παιδί στο πέρασμα των χρόνων, ενώ σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, επιχειρείται η αποσαφήνιση της σχέσης της παιδικής ηλικίας με το χρόνο. Από την άλλη, παρουσιάζεται η θεωρητική προσέγγιση της φωτογραφίας ως αντικειμενικής αναπαράστασης της πραγματικότητας αλλά και ως σημειωτικού συστήματος με πολυσημία, καθώς η ίδια γίνεται «αρχείο» άλλων σημειωτικών συστημάτων (Χοντολίδου 2001: 158-161). Για την ανάδειξη της παιδικής ηλικίας μέσα από τη φωτογραφία κρίθηκε σκόπιμο να παρουσιαστούν θεωρίες σημειωτικής ανάλυσης των φωτογραφιών. Ωστόσο, το σημείο στο οποίο εστιάζει η σημειωτική προσέγγιση της φωτογραφίας δεν είναι ο βαθμός με τον οποίο αναπαρίσταται η πραγματικότητα αλλά ο τρόπος με τον οποίο συστήματα σημείων δημιουργούν νοήματα και μπορούν να αποκωδικοποιήσουν τις πολιτισμικές δομές. Οι φωτογραφίες δε θεωρούνται αθώες μεταγραφές της πραγματικότητας αλλά σύνθετα κείμενα που έχουν την ικανότητα να δημιουργούν και να διατηρούν νοήματα (Sontag 1993: 139-140).
Aκόμη, γίνεται μια σύντομη αναφορά τόσο στη φωτογράφο Βούλα Παπαϊωάννου όσο και στο έργο της εντασσόμενο στο ρεύμα της κοινωνικής φωτογραφίας.
Στο ερευνητικό κομμάτι της εργασίας παρουσιάζεται η μέθοδος με την οποία θα αναλυθεί το φωτογραφικό υλικό, η οποία βασίζεται στη θεωρία της Κοινωνικής Σημειωτικής. Πρόκειται για τη μέθοδο σημειωτικής ανάλυσης που προτείνει ο Γρηγόρης Πασχαλίδης, βάσει της οποίας η φωτογραφία αποτελεί έναν ιδιαίτερο τύπο συμβολικής επικοινωνίας και ως εκ τούτου πρέπει να ληφθεί υπόψη η ιδιαιτερότητά της ως μορφής επικοινωνίας. Σύμφωνα με τον Πασχαλίδη, λοιπόν, σε κάθε φωτογραφία διακρίνουμε πέντε επίπεδα νοήματος: α) το προ-φωτογραφικό μήνυμα, β) το φωτο-γραφικό νόημα, γ) το φωτο-λογικό νόημα δ) το φωτο-ληπτικό νόημα και ε) το φωτο-δεκτικό νόημα (Πασχαλίδης υπό έκδοση: 5-9).
Σε ένα πρώτο επίπεδο μας ενδιαφέρει τόσο ο βαθμός στον οποίο οι φωτογραφίες αποτελούν ντοκουμέντο και απεικονίζουν αντικειμενικά την πραγματικότητα, όσο και ο βαθμός στον οποίο οι φωτογραφίες αναπαριστούν μια κοινωνική πραγματικότητα της ζωής των παιδιών. Επιπλέον, μας απασχολεί πόσο γίνεται φανερή η δυαδικότητα του φωτογραφικού μηνύματος αλλά και ποιος είναι ο βαθμός συνθετότητας ή απλοϊκότητας των φωτογραφιών. Ασχολούμαστε ακόμη, με το είδος της σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα στο θεατή και στις εικόνες αλλά και με τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται τα πρόσωπα μέσα στις εικόνες.
Έπειτα, βαρύνουσας σημασίας είναι το ερώτημα αν η φωτογραφία αποτελεί πηγή παιδαγωγικών πληροφοριών και παιδαγωγικών πρακτικών. Συγκεκριμένα, για το αν η φωτογραφία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα μέσο για την κατανόηση των αλλαγών στις αντιλήψεις των ενηλίκων για την παιδική ηλικία, για το αν τα παιδιά παρουσιάζονται ως ιστορικά υποκείμενα, το κατά πόσο συνυπάρχει το «φυσικό» με το «κοινωνικό» παιδί, με ποιο τρόπο ο χώρος και ο τόπος επηρεάζει την αντίληψη για την παιδική ηλικία, πώς παρεμβαίνει ο κόσμος των ενηλίκων για να προσαρμόσει τις συμπεριφορές της παιδικής ηλικίας στα μέτρα του, ποιος ο ρόλος του σχολείου και ποιος του δασκάλου στη διαχείριση της παιδικής ηλικίας και τέλος, ποιος ο ρόλος της οικογένειας και πώς αυτή συμβάλλει στην αντίληψη για το παιδί.
Στο επόμενο κεφάλαιο του ερευνητικού μέρους γίνεται η κατηγοριοποίηση των φωτογραφιών, οι οποίες είναι στο σύνολο εκατόν δέκα τρεις και έχουν αποσπαστεί από το Λέυκωμα με τίτλο: Η φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου, από το φωτογραφικό αρχείο του Μουσείου Μπενάκη, το οποίο περιλαμβάνει φωτογραφικό υλικό από το ευρύτερο έργο της Βούλας Παπαϊωάννου. Ο υπομνηματισμός των φωτογραφιών που περιλαμβάνονται στο προαναφερθέν λεύκωμα έχει πραγματοποιηθεί από την Όλγα Χαρδαλιά.
Το δείγμα των συγκεκριμένων φωτογραφιών έχει ως θέμα το παιδί και χρονολογείται από το 1940 έως το 1955. Η Βούλα Παπαϊωάννου μοιάζει να είναι φωτογράφος παιδιών καθώς με την έναρξη του πολέμου τοποθετεί ως ήρωα του δικού της ιστορικού βλέμματος το παιδί, το οποίο και αποτελεί το κυρίαρχο θέμα στο φωτογραφικό υλικό της. Συγκεκριμένα, οι φωτογραφίες καλύπτουν τις παρακάτω χρονολογικές περιόδους: α) Πόλεμος 1940, β) Κατοχή 1941-1942, γ) Απελευθέρωση 1944, δ) Μεταπολεμικά χρόνια 1945-1950 (συνέπειες πολέμου-ανασυγκρότηση-απόηχος εμφυλίου πολέμου) και ε) Τοπιογραφία 1950-1955.
Η αναλογία των φωτογραφιών που αντιστοιχεί σε κάθε ιστορική περίοδο είναι η εξής:
α) Πολέμος-Κατοχή-Απελευθέρωση: τριάντα δύο φωτογραφίες (32).
β) Μεταπολεμικά χρόνια (συνέπειες πολέμου-ανασυγκρότηση-απόηχος εμφυλίου πολέμου): πενήντα δύο (52).
γ) Τοπιογραφία: έντεκα (11).
Με μια πρώτη ματιά οι φωτογραφίες παρουσιάζουν τα εξής θέματα: παιδιά ως πλανόδιοι μικροπωλητές με την είσοδο της Ελλάδας στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, παιδιά να περιποιούνται τους πρώτους τραυματίες του πολέμου, παιδιά εξαντλημένα από την πείνα, παιδικές μορφές να περιμένουν ένα τενεκεδάκι φαγητό υπομονετικά κατά τη διανομή συσσιτίου, πρόωρα γεννημένα μωρά σε ορφανοτροφείο, παιδιά ανάπηρα εξαιτίας διαφόρων εκρηκτικών που υπήρχαν μέσα στις πόλεις ή στα χωριά, παιδιά ρακένδυτα, ορφανά παιδιά συγκεντρωμένα σε άσυλα, μάνες με παιδιά, αναμονή παιδιών για εξέταση σε κινητά ιατρεία, παιδιά ως εκτοπισμένοι του εμφυλίου πολέμου, παιδιά σε κατασκήνωση, παιδιά σε τεχνική σχολή, δασκάλα με παιδιά σε σχολείο, παιδιά σε παιδουπόλεις, παιδικά πορτραίτα από διάφορα μέρη της Ελλάδος.
Το σύνολο των φωτογραφιών μπορεί να διαβαστεί απολύτως κάθετα (χρονολογικά, ιστορικά) ή οριζόντια (κατά θέματα). Σ’ ένα πρώτο στάδιο γίνεται η θεματική κατηγοριοποίηση των φωτογραφιών ως εξής:
α) μάνες με παιδιά, β) πρακτικές γραμματισμού, γ) παιδοπόλεις, δ) πορτραίτα παιδιών, ε) το παιδί σε συνομιλία με την ιστορική συγκυρία, στ) βρεφοκομείο, η) ορφανά παιδιά συγκεντρωμένα σε άσυλα, θ) εξασφάλιση τροφής ταυτόσημη με τη συνέχιση ζωής και ι) το «Ελληνικό Άουσβιτς».
Στο τελευταίο κεφάλαιο του ερευνητικού μέρους πραγματοποιείται η ανάλυση των φωτογραφιών με βάση τη σημειωτική προσέγγιση του Πασχαλίδη, η οποία περιλαμβάνει διεξοδική ανάλυση της φωτογραφικής εικόνας αλλά και περιγραφή των κοινωνικών και συμβολικών πρακτικών στο πλαίσιο των οποίων η φωτογραφία κατασκευάζεται, χρησιμοποιείται και νοηματοδοτείται.
Τέλος, ακολουθούν τα συμπεράσματα για την αναπαράσταση της έννοιας της παιδικής ηλικίας μέσα στο φωτογραφικό έργο της Βούλας Παπαϊωάννου.
Βιβλιογραφία
Παπαϊωάννου, Βούλα (2006). Η φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου. Από το φωτογραφικό αρχείο του Μουσείου Μπενάκη. Αθήνα: Άγρα.
Κωνσταντίνου, Φανή (1990). Βούλα Παπαϊωάννου: Μαρτυρίες από την κατοχική και μεταπολεμική Ελλάδα. Αθήνα: Φωτογράφος.
Μακρυνιώτη, Δήμητρα (επιμ.) (2003). Κόσμοι της παιδικής ηλικίας. τοπικά δ’, Αθήνα: εκδόσεις: νήσος.
Αυγητίδου, Σοφία (2002). «Μεθοδολογικά ζητήματα στην έρευνα της παιδικής ηλικίας», Το βήμα των κοινωνικών επιστημών, Θ (34), 59-82
Πασχαλίδης, Γρηγόρης. «Η φωτογραφία ως επικοινωνία», Τα Νοήματα της Φωτογραφίας, Αθήνα: Νεφέλη (υπό έκδοση).
Χοντολίδου, Ελένη (2001). «Αρχή πείσματος: φωτογραφικά στιγμιότυπα από τη ζωή ενός δασκάλου στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα», 156-172 στο Πασχαλίδης, Γρηγόρης και Ελένη Χοντολίδου (επιμ.) Σημειωτική και πολιτισμός, τομ. ΙΙ: ιδεολογία, επιστήμη, τέχνη, αρχιτεκτονική. Θεσσαλονίικη: Παρατηρητής.
Barthes Roland (1983). Ο Φωτεινός Θάλαμος-Σημειώσεις για τη φωτογραφία/μτφρ. Γιάννης Κρητικός. Αθήνα: Ράππα.
Barthes Roland (1988). Εικόνα-Μουσική Κείμενο/μτφρ. Γιώργος Σπανός. Αθήνα: Πλέθρον.
Gunther Kress & Theo Van Leeuwen (1990). Reading images. Geelong, Victoria: Deakin University Press
Gunther Kress & Theo Van Leeuwen (1996). Reading images. The Grammar of Visual Design. Great Britain: Routledge.
Paschalidis, Gregory (1996) “Introduction to the Analysis of Photographic Meaning”, European Journal for Semiotic Studies, 8, 689-706.
Sontag Susan (1993[1977]). Περί Φωτογραφίας/μτφρ. Ηρακλής Παπαϊωάννου. Αθήνα: Φωτογράφος.
Wells, Liz επιμ. (2007). Εισαγωγή στη φωτογραφία/μτφρ. Πηνελόπη Πετσίνη. Αθήνα: Πλέθρον.
_______________________________________________________________________________
Η χρήση των στατικών παραστατικών πηγών
στο μάθημα της Ιστορίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση
Αντωνία Παπαδάκη
Υποψήφια Δρ.
Η διδακτορική διατριβή που εκπονείται αποσκοπεί στη διερεύνηση της λειτουργίας των στατικών εικόνων ως ιστορικών πηγών στο μάθημα της ιστορίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Επειδή ο όρος στατικές παραστατικές πηγές συμπεριλαμβάνει λόγω της ευρύτητάς του πολλές κατηγορίες εικόνων που απαιτούν διαφορετικές προσεγγίσεις, η ερευνητική εργασία περιορίζεται στη μελέτη:
Α. φωτογραφιών: πορτρέτα, φωτογραφίες ομαδικές και οικογενειακές, φωτογραφίες τόπων, τοπίων και πραγμάτων, φωτογραφικές διαφημίσεις και φωτογραφίες-ντοκουμέντα
Β. γελοιογραφιών, σκίτσων.
Στο πλαίσιο της εργασίας θα πραγματοποιηθεί έρευνα στην οποία θα διερευνηθεί η χρήση των γελοιογραφιών και των φωτογραφιών ως πηγών στο μάθημα της Ιστορίας και στους δύο κύκλους της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Επομένως, θα διερευνηθούν, από τη μια η στάση των εκπαιδευτικών απέναντι στις φωτογραφίες και στις γελοιογραφίες στο μάθημα της Ιστορίας, καθώς και οι απόψεις των μαθητών για το ίδιο θέμα, ενώ κρίνεται απαραίτητο να διερευνήσουμε και τις αναγνωστικές δεξιότητες των μαθητών ως προς την εικόνα. Πρόκειται για μια επιτόπια έρευνα, περιγραφική/διαγνωστική, κατά την οποία εκπαιδευτικοί και μαθητές θα συμπληρώσουν από ένα ερωτηματολόγιο, ενώ οι μαθητές θα συμπληρώσουν και ένα φύλλο εργασίας, προκειμένου να διαγνωσθούν οι αναγνωστικές δεξιότητές τους.
Οι βασικές θεωρητικές παραδοχές στην εργασία αυτή είναι, από τη μια, η αναγκαιότητα της καλλιέργειας ενός οπτικού γραμματισμού (visual literacy), ο οποίος εντάσσεται στο πλαίσιο ενός ποικιλόμορφου γραμματισμού (multiliteracies) που επιτρέπει στα άτομα να λειτουργούν αποτελεσματικά σε όλους τους τομείς της δραστηριότητάς τους (Mary Kalantzis & Bill Cope 2000), και, από την άλλη, η θεωρία της πολυτροπικότητας (Kress 2000), ότι δηλαδή σε ένα κείμενο συλλειτουργούν διαφορετικοί τρόποι, οι οποίοι έχουν ενσωματωθεί σε ένα λόγο (discourse) ως σημασιοδοτικές πηγές. Επομένως, τα κείμενα είναι πολυτροπικά (multimodal texts). Και αυτό, γιατί δεν επικοινωνούμε μόνο με τον γραπτό ή τον προφορικό λόγο αλλά και με άλλους σημειωτικούς τρόπους, όπως είναι η στάση του σώματος, οι χειρονομίες, η ενδυμασία, η έκφραση του προσώπου κ.λ.π. (Kress & van Leeuwen 2001, Χοντολίδου 1999: 115-117). Το νόημα (meaning),δηλαδή, γίνεται αντιληπτό με διαφορετικό τρόπο με τη χρήση διαφορετικών σημειωτικών τρόπων (Kress & van Leeuwen 2001). Επομένως, εγγράμματος θεωρείται αυτός που έχει τις γνώσεις και τις δεξιότητες να αναγνωρίζει, να κατανοεί, να ερμηνεύει, να αντιμετωπίζει κριτικά και να παράγει διάφορους τύπους λόγου και κειμενικά είδη, ενώ ταυτόχρονα είναι σε θέση να αναγνωρίζει και να χρησιμοποιεί τους διαφορετικούς σημειωτικούς τρόπους που χρησιμοποιούνται σε κάθε είδους κείμενο. Γι’ αυτό και γίνεται αναφορά σε διαφορετικά είδη γραμματισμού.
Ο γραμματισμός, όμως, είναι μια δυναμική κοινωνική πρακτική, εφόσον επαναπροσδιορίζεται κάθε φορά σε σχέση με το κοινωνικοπολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο λαμβάνει χώρα. Σε ένα τέτοιο θεωρητικό πλαίσιο οι εικόνες, συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφιών και των γελοιογραφιών, είναι οι οπτικές αναπαραστάσεις (images) νοημάτων τα οποία διαμορφώνονται σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο και υπακούουν σε συγκεκριμένους πολιτισμικούς κώδικες, εφόσον οι άνθρωποι κατασκευάζουν νοήματα ως μέλη ενός πολιτισμού καθοδηγούμενοι από κοινωνικές και πολιτισμικές συμβάσεις, αλλά και από το προσωπικό ενδιαφέρον (Kress & van Leeuwen 2001:11).
Εξετάζοντας τη λαϊκή χρήση της φωτογραφίας, τη χρήση της ως ντοκουμέντου, ως μέσου προπαγάνδας, και ως έργου τέχνης από την εμφάνισή της μέχρι σήμερα, λαμβάνοντας υπόψη τις προσεγγίσεις του Barthes (Barthes 1977), του Burke (Burke 2003), των Kress και Van Leeuwen (Kress, Gunther & Theo van Leeuwen (2001) και του Πασχαλίδη (Paschalidis 1996) διαπιστώθηκαν τα εξής:
Οι φωτογραφίες είναι κείμενα των οποίων η γλώσσα στηρίζεται σε συμβάσεις που σχετίζονται με την εποχή στην οποία εντάσσονται. Επομένως, οι φωτογραφίες είναι πολιτισμικά δημιουργήματα που μπορούν να ερμηνευθούν μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά συμφραζόμενα.
Η φωτογραφία δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, αλλά αντίθετα δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα. Επομένως, δεν υπάρχει «αθώα» φωτογραφία.
Οι φωτογραφίες είναι σημεία του πραγματικού που χρήζουν κλειδιών ανάγνωσης, προσέγγισης και κατανόησης.
Η συνύπαρξη εικόνας και λέξεων σε ένα κείμενο επιτείνει τον πολυτροπικό χαρακτήρα της φωτογραφίας και απαιτείται η ανάγνωση του ολικού φωτογραφικού λόγου, προκειμένου να αποκρυπτογραφηθεί το συνολικό μήνυμα. Αυτό σημαίνει ανάλυση του λεκτικού μηνύματος που μεταδίδεται μέσω του γλωσσικού κώδικα του τίτλου της ή της λεζάντας που τη συνοδεύει, ανάλυση του εικονικού μηνύματος της φωτογραφίας και συσχέτιση αυτών των δύο ώστε να βρεθεί το συνολικό νόημα.
Έχει σχέση με τον φωτογράφο που είναι ο δημιουργός της φωτογραφίας και αυτός που εκπέμπει το μήνυμα, επομένως για την ανάγνωση του φωτογραφικού μηνύματος απαιτείται γνώση του ίδιου του δημιουργού, της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει και της κοσμοθεωρίας του. Η ανάγνωση όμως εξαρτάται και από τον τρόπο πρόσληψης του μηνύματος από τον αποδέκτη, καθώς και από την κοινωνία στην οποία απευθύνεται.
Από την άλλη, στις γελοιογραφίες επισημαίνονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, όπως είναι η σάτιρα, το χιούμορ, ο εφήμερος χαρακτήρας τους και η πολυτροπικότητά τους, αλλά και η λειτουργία αυτών των χαρακτηριστικών στη διαμόρφωση του πολιτικού και κοινωνικού ρόλου τους (Κωστίου 2005, Bremmer & Roodenburg 2005). Από την προσέγγιση αυτή διαπιστώθηκαν τα παρακάτω:
Η γελοιογραφία είναι μια κοινωνική πρακτική και, επομένως, ένα πολιτισμικό προϊόν, που μπορεί να ερμηνευθεί μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά συμφραζόμενα.
Η γελοιογραφία είναι και αυτή, όπως και η φωτογραφία, ένα πολυτροπικό κείμενο, εφόσον σ’ αυτήν συναντώνται πολλοί και διαφορετικοί σημειωτικοί κώδικες.
Σατιρίζοντας με χιούμορ επίκαιρα πρόσωπα και καταστάσεις αποβλέπει μέσω του γέλιου που προκαλεί να ερεθίσει πνευματικά και συναισθηματικά τους αποδέκτες της και να ανατρέψει μια κατάσταση.
Στενά συνδεδεμένη με τον Τύπο αποκτά έναν επικοινωνιακό χαρακτήρα, κάτι που συνεπάγεται την ύπαρξη πομπού, μηνύματος, δέκτη και κωδίκων επικοινωνίας, ενώ τίθεται το θέμα της ανάγνωσης των μηνυμάτων.
Ο εφήμερος χαρακτήρας της, ο συνδυασμός εικόνας και λόγου, η σάτιρα που ασκεί και η ύπαρξη κωδίκων επικοινωνίας που διαπλέκονται σ’ αυτήν φανερώνουν την ύπαρξη ενός ξεχωριστού λόγου, του γελοιογραφικού.
Ως πολιτισμικό προϊόν αποκαλύπτει στάσεις, αξίες και ιδεολογίες που αφορούν στην ιστορία των νοοτροπιών.
Επομένως, στην εργασία αυτή οι φωτογραφίες και οι γελοιογραφίες προσεγγίζονται ως πολυτροπικά κείμενα και κοινωνικές πρακτικές που δημιουργήθηκαν μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο συμφραζομένων με στόχο την διεύρυνση των διαύλων επικοινωνίας. Αυτά τα χαρακτηριστικά τις καθιστούν πηγές της ιστορίας (Μαυροσκούφης 2005). Η ανάγνωση των κειμένων αυτών στο πλαίσιο ενός ιστορικού λόγου με κυρίαρχες τις έννοιες της ενσυναίσθησης και της πολυπρισματικότητας μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη ενός ιστορικού γραμματισμού, δηλαδή στην ανάπτυξη της ικανότητας κριτικής ανάγνωσης και αναστοχασμού πάνω στα διαφορετικά μέσα, τις μορφές, τις τεχνικές και τις συμβάσεις του ιστορικού λόγου (Slater 1995, Stradling 2001).
Βιβλιογραφία
Bremmer, Jan & Herman Roodenburg (επιμ.) (2005). Η Πολιτισμική Ιστορία του Χιούμορ/Μτφρ.Γιώργος Διπλάς. Αθήνα: Πολύτροπον.
Burke, Peter (2003). Αυτοψία. Οι Χρήσεις των Εικόνων ως Ιστορικών Μαρτυριών/Μτφρ. Αντρέας Ανδρέου. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Cunnah, Wendy (2004). History teaching, literacy and special educational needs. Στο James Arthur & Robert Phillips (ed.), Issues in history teaching, London & New York: Routledgefalmer, 113-124.
Kellner, D. (1998). Multiple literacies and critical pedagogy in a multicultural society. Educational Theory, 48(1), 103-122.
Kress, Gunther & Theo van Leeuwen (2001). Reading Images: The Grammar of Visual Design. London: Routledge.
Paschalidis, Gregory (1996). Introduction to the Analysis of Photographic Meaning. S:European Journal for Semiotic Studies,8, 689-706.
Slater, John (1995). Teaching History in the New Europe. London: Cassel-Council of Europe.
Stradling, Robert (2007). Η πολυπρισματικότητα στη διδασκαλία της ιστορίας: Ένας οδηγός για εκπαιδευτικούς/Μτφρ. Δ. Κοκκώνης. Συμβούλιο της Ευρώπης. Αθήνα: Ξιφαράς.
Κωστίου, Κατερίνα (2005). Εισαγωγή στην Ποιητική της Ανατροπής. Αθήνα: Νεφέλη
Μαυροσκούφης, Δημήτρης Κ.(2005). ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Ιστοριογραφία, διδακτική μεθοδολογία και ιστορικές πηγές. Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη.
Χοντολίδου, Ελένη (1999). Εισαγωγή στην έννοια της πολυτροπικότητας. Γλωσσικός Υπολογιστής 1, 115-118.