και περισσότερες φωτογραφίες:
Η διάπλασις των παίδων: συγκρότηση έμφυλων ταυτοτήτων (τέλη 19ου αι. -μέσα 20ου αι.)
Σοφία Καρολίδου
Υποψήφια Διδάκτωρ
Στο πλαίσιο των Γυναικείων Σπουδών η συγκρότηση και το περιεχόμενο των «έμφυλων ταυτοτήτων» έχουν αποκτήσει τις τελευταίες δεκαετίες κεντρική σημασία. Το ενδιαφέρον αυτό προέκυψε ως αποτέλεσμα της διαπίστωσης ότι το «φύλο», ως αρχή κοινωνικής οργάνωσης, κατασκευάζεται ιστορικά στη βάση συγκεκριμένων αντιλήψεων και στάσεων γύρω από τον «ανδρισμό» και τη «θηλυκότητα» (Turner 1998). Έτσι, ανεξάρτητα από τα περιθώρια ατομικής διαπραγμάτευσης των κυρίαρχων «Λόγων» γύρω από το «ανδρικό και γυναικείο ιδεώδες», κάθε κοινωνία προβάλλει στο «βιολογικό φύλο» συγκεκριμένους κοινωνικούς ρόλους και συμπεριφορές, οι οποίοι-ες αναγνωρίζονται ως προσδοκίες που απαντούν σε «έμφυτα» χαρακτηριστικά και δυνατότητες. Κάθε κοινωνικό σύνολο, λοιπόν, προβάλλει και προωθεί το δικό του «έμφυλο όριο» σε ό, τι αφορά αντιλήψεις, στάσεις και συμπεριφορές, προκειμένου να ικανοποιηθούν βασικές λειτουργικές ανάγκες, στο πλαίσιο συγκεκριμένων ιδεολογικών αναφορών (Connell 2006)
Οι παραπάνω διαπιστώσεις αποκτούν ιδιαίτερη αξία στο πλαίσιο ιστορικών μελετών που έχουν ως αντικείμενο την πορεία που ακολούθησαν στην Ελλάδα τόσο η γυναικεία εκπαίδευση όσο και οι αντιλήψεις για την κοινωνική θέση του γυναικείου φύλου. Η αναζήτηση των μηχανισμών εκείνων μέσω των οποίων κατασκευάστηκαν ιστορικά οι «έμφυλες ταυτότητες» καθώς και του περιεχομένου που απέκτησαν αυτές σε διάφορες ιστορικές περιόδους μπορεί να φωτίσει όψεις του ιστορικού παρελθόντος, βοηθώντας στην κατανόηση του παρόντος και το σχεδιασμό του μέλλοντος προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού και της ισότητας στις ανθρώπινες σχέσεις.
Αντικείμενο της συγκεκριμένης υπό εκπόνηση διατριβής είναι η καταγραφή και ερμηνεία με αναφορά στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής (εκπαιδευτικό, κοινωνικό και ευρύτερα πολιτισμικό) των «έμφυλων ταυτοτήτων» που προβάλλει και προωθεί ένα παιδικό και εφηβικό περιοδικό, η Διάπλασις των Παίδων, το οποίο εκδόθηκε στα 1879 στην Αθήνα και συνέχισε να κυκλοφορεί αδιάλειπτα έως και το 1948, τουλάχιστον, σε ένα πολύ μεγάλο τμήμα του ελληνισμού, ελεύθερου και υπόδουλου.
Η επιλογή ενός παιδικού περιοδικού προκειμένου να αποκαλυφθεί η ιστορική διάσταση σύγχρονων προβληματισμών και αναζητήσεων προκύπτει από δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, από την ιδιαίτερη σημασία που έχει αποκτήσει ήδη για ολόκληρη την Ευρώπη η παιδική λογοτεχνία ως φορέας διαπαιδαγώγησης της νέας γενιάς, μετά την ανάδειξη και καθιέρωση της κοινωνικής υπόστασης της παιδικής ηλικίας και της νεότητας (Εσκαρπί 1995). Δεύτερον, από τη σπουδαιότητα που αποκτά αυτή η μεταβατική ηλικιακή κατηγορία στη διαδικασία διαμόρφωσης στάσεων και αντιλήψεων που αφορούν στην συγκρότηση των έμφυλων ταυτοτήτων. Σε ό, τι αφορά δε την επιλογή του συγκεκριμένου παιδικού περιοδικού εντύπου, έναντι άλλων που κυκλοφορούν την ίδια χρονική περίοδο, αυτή προκύπτει τόσο από αριθμητικά δεδομένα όσο και από την ιδιαίτερη παιδαγωγική του αξία και την κοινωνική του σπουδαιότητα. Συγκεκριμένα, πρόκειται για το μακροβιότερο παιδικό και νεανικό περιοδικό έντυπο, το οποίο απευθυνόταν και στα δύο φύλα, συγκεντρώνοντας έναν ιδιαίτερα σημαντικό αριθμό αναγνωστών και αναγνωστριών, με σαφείς –σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής– ηθικούς και διδακτικούς σκοπούς, τους οποίους μάλιστα επιδίωκε να πετύχει υιοθετώντας και εφαρμόζοντας σύγχρονες ευρωπαϊκές παιδαγωγικές και εκπαιδευτικές αρχές (Πάτσιου 1995). Ιδιαίτερη σπουδαιότητα, ωστόσο, για τις ανάγκες αυτής της μελέτης αποκτά το συγκεκριμένο περιοδικό λόγω της χρονικής περιόδου την οποία καλύπτει η κυκλοφορία του (τέλη 19ου αιώνα-μέσα 20ου αιώνα). Πρόκειται για την περίοδο εκείνη της νεοελληνικής ιστορίας, κατά τη διάρκεια της οποίας οι αγώνες και οι αγωνίες των Νεοελλήνων για την αποκρυστάλλωση της εθνικής τους ταυτότητας στην πορεία προς την εθνική πρόοδο και αναγέννηση άφησαν το αποτύπωμά τους (σε επίπεδο θεωρίας αλλά και πρακτικής) τόσο στην εκπαιδευτική πραγματικότητα (στην ευρεία της έννοια αλλά και σε ό, τι αφορά ειδικότερα την εκπαίδευση των γυναικών) όσο και στην κοινωνική θέση των γυναικών, η οποία μεταβάλλεται σημαντικά στο πλαίσιο των ευρύτερων κοινωνικών εξελίξεων αλλά και της δραστηριότητας του ελληνικού γυναικείου κινήματος (Δημαράς 1990, Ζιώγου-Καραστεργίου 1997, Βαρίκα 2004) .
Στο πλαίσιο όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και δεδομένων, σκοπός της συγκεκριμένης έρευνας είναι να αναδείξει το ρόλο που έπαιξε ένα –κατά τεκμήριο- ιδιαίτερα σημαντικό παιδικό και εφηβικό περιοδικό με έντονα διαπλαστικό χαρακτήρα στη διαμόρφωση στάσεων και αντιλήψεων γύρω από το γυναικείο –κυρίως– φύλο, σε μία περίοδο που χαρακτηρίστηκε, μεταξύ άλλων, από αγώνες και διεκδικήσεις για την αναβάθμιση του κοινωνικού ρόλου και της θέσης των γυναικών.
Ως μονάδα ανάλυσης του συγκεκριμένου περιοδικού επιλέχθηκε μία στήλη του, η οποία φέρει τον τίτλο Αθηναϊκαί Επιστολαί. Πρόκειται για μία σειρά από εφηβικά χρονογραφήματα, τα οποία συντάσσει ο γνωστός λογοτέχνης της εποχής Γρηγόριος Ξενόπουλος (βασικός παράγοντας της λειτουργίας του περιοδικού) με αφορμή διάφορα θέματα της επικαιρότητας και σκοπό να προβληματίσει τους αναγνώστες και τις αναγνώστριές του γύρω από αυτά, αλλά και –κυρίως- να τους \τις διαπαιδαγωγήσει σύμφωνα με συγκεκριμένα ηθικά πρότυπα και αξίες, όπως αυτά προκύπτουν από το γενικότερο ηθικό σύστημα που υιοθετεί το περιοδικό (Μαλαφάντης 1995). Μία πρώτη προσέγγιση των Επιστολών αυτών αποκάλυψε ότι ένα από τα θέματα, τα οποία κατά καιρούς τέθηκαν στην επικοινωνία με τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες αφορούσε και το ρόλο των γυναικών στην κοινωνία της εποχής. Ενδιαφέρον δεδομένο άλλωστε αποτελεί επίσης η διαπίστωση ότι κάποιες φορές τη «συζήτηση» άνοιγαν οι έφηβες αναγνώστριες, οι οποίες έθεταν ένα σχετικό ζήτημα ζητώντας τη γνώμη του συντάκτη. Η επιλογή της συγκεκριμένης στήλης ως μονάδας ανάλυσης της έρευνας ορίζει και τα χρονικά της όρια, αφού η πρώτη επιστολή δημοσιεύτηκε το 1896 και η τελευταία το 1947.
Ειδικότεροι στόχοι, οι οποίοι τίθενται στο πλαίσιο της έρευνας είναι:
η καταγραφή του περιεχομένου των έμφυλων ταυτοτήτων, όπως αυτό προκύπτει μέσα από συγκεκριμένες κατηγορίες ανάλυσης, οι οποίες εγγράφονται σε δύο βασικούς άξονες: α) τα ψυχικά χαρακτηριστικά και τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας που αποδίδονται στα δύο φύλα (στον άξονα αυτό εντάσσονται μεταξύ άλλων αισθήματα, όπως η στοργή ή ο φόβος αλλά και η τάση για επιθετικότητα ή φροντίδα κλπ.) β) τις προσδοκώμενες κατά φύλο συμπεριφορές και δράσεις (στον άξονα αυτό ανήκουν οι χώροι στους οποίους κινούνται τα δύο φύλα, οι δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου τους, τα επαγγέλματα που ασκούν, το είδος της εκπαίδευσης, η κοινωνική τους δράση, η σχέση τους με την πολιτική κλπ). Βασικό ζητούμενο είναι ο προσδιορισμός του «έμφυλου ορίου» που προτείνει το περιοδικό ως προς τους συγκεκριμένους άξονες και τις κατηγορίες ανάλυσης. Από αυτή την άποψη ένας επιπλέον στόχος είναι η συγκριτική θεώρηση των ανδρικών και γυναικείων προτύπων
η καταγραφή του τρόπου συγκρότησης των έμφυλων ταυτοτήτων (διατύπωση συγκεκριμένων απόψεων, προβολή προτύπων μίμησης, ενίσχυση συγκεκριμένων συμπεριφορών, κλπ)
η μελέτη των έμφυλων προτύπων που προτείνει το περιοδικό στη διαχρονική τους εξέλιξη προκειμένου να διαπιστωθούν ενδεχόμενοι εξελικτικοί σταθμοί ως προς τις επιμέρους κατηγορίες που συγκροτούν το περιεχόμενο των έμφυλων ταυτοτήτων
η ερμηνεία της προβολής των συγκεκριμένων ανδρικών και γυναικείων προτύπων που προτείνει το περιοδικό με αναφορά στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής, το εκπαιδευτικό και κοινωνικό. Οι διαπιστώσεις που θα προκύψουν σ’ αυτό το επίπεδο θα μας βοηθήσουν να συμπεράνουμε για τη θέση που κατέχει το περιοδικό ανάμεσα σε σύγχρονές του ανανεωτικές τάσεις που αφορούν στην εκπαίδευση και την κοινωνική θέση των γυναικών.
Βιβλιογραφία
Βαρίκα, Ελένη (2004). Η εξέγερση των Κυριών: η γένεση μίας φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα 1833-1907. Αθήνα: Κατάρτι
Connell, R. (2006). To Κοινωνικό Φύλο/ Μτφρ. Ελένη Κοτσιφού. Αθήνα: Επίκεντρο.
Δημαράς, Αλέξης (επιμ.) (1990). Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε (τεκμήρια ιστορίας). Αθήνα: Ερμής. τ. Α΄- Β΄
Εσκαρπί, Ντενίζ (1995). Η παιδική και νεανική λογοτεχνία στην Ευρώπη: ιστορική επισκόπηση / Μτφρ. Στέση Αθήνη. Αθήνα: Καστανιώτης
Ζιώγου-Καραστεργίου, Σιδηρούλα (1003). Η εξέλιξη του προβληματισμού για τη γυναικεία εκπαίδευση στην Ελλάδα. Στο Β. Δεληγιάννη και Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου (επιμ.), Εκπαίδευση και Φύλο: Ιστορική διάσταση και σύγχρονος προβληματισμός, 71-128. Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
Turner, Patricia (1998). Βιολογικό Φύλο, Κοινωνικό Φύλο και Ταυτότητα του Εγώ/Μτφρ. Ευαγγελία Γαλανάκη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Πάτσιου, Βίκυ (1987). «Η Διάπλασις των Παίδων» (1879-1922): το πρότυπο και η συγκρότησή του. Αθήνα: Ι.Α.Ε.Ν.-Γ.Γ.Ν.Γ.
Μαλαφάντης, Κωνσταντίνος (1995). Οι «Αθηναϊκαί Επιστολαί» του Γρηγορίου Ξενόπουλου στη «Διάπλασιν των Παίδων» 1896-1947. Αθήνα: Αστήρ.
_______________________________________________________
Φύλο και Τεχνολογίες της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας:
η περίπτωση των Φιλολογικών Μαθημάτων
Χρυσάνθη Παλάζη
Υποψήφια Δρ.
Στην υπό εκπόνηση διατριβή, επιχειρείται η εξέταση από την οπτική του φύλου της επίδρασης της διδασκαλίας των φιλολογικών μαθημάτων με χρήση Τεχνολογιών της Πληροφορίας και Επικοινωνίας στην Εκπαίδευση (ΤΠΕ-Ε).
Η διερεύνηση του θεωρητικού πλαισίου των ζητημάτων που τίθενται από τη διατριβή, αφορά τις θεματικές περιοχές:
ενσωμάτωση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας (ΤΠΕ) στη μαθησιακή διαδικασία με χρήση εκπαιδευτικού λογισμικού αλλά και ‘σεναρίων’1 μαθημάτων,
σχέση των αγοριών και των κοριτσιών με την Τεχνολογία και τους Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές,
εξέταση υπό το πρίσμα της οπτικής του φύλου της ενσωμάτωσης στη διδακτική διαδικασία των ΤΠΕ.
Στο θεωρητικό πλαίσιο πρόκειται να παρουσιαστούν:
α. στοιχεία από μια ιστορική παρουσίαση των ερευνητικών δεδομένων:
i. οι έρευνες τη δεκαετία του 1980 αφορούν στον πληροφοριακό γραμματισμό-κατάκτηση βασικών δεξιοτήτων χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστή. Διαπιστώνεται ότι η χρήση των Η/Υ δεν έφερε ισότητα ευκαιριών στην εκπαίδευση αλλά αντίθετα επέτεινε τις υπάρχουσες ανισότητες μεταξύ των δύο φύλων.
ii. οι έρευνες με το ίδιο αντικείμενο μελέτης στη δεκαετία του 1990 εστιάζουν στα εξής:
ο ρόλος των εκπαιδευτικών (Μπίκος 1995), το κλίμα της τάξης, οι προτιμήσεις των παιδιών σε προγράμματα υπολογιστών, το επίπεδο αυτοπεποίθησης και επιδεξιότητας τους καθώς και οι διαφορετικοί τρόποι κατάκτησης δεξιοτήτων χειρισμού των Η/Υ, ανάμεσα στα αγόρια και τα κορίτσια,
οι τρόποι χρήσης των υπολογιστών μέσα στην τάξη (Ματσαγγούρας 1990),
η επίδραση των στάσεων των κοριτσιών σχετικά με την Τεχνολογία και τους Η/Υ στις επαγγελματικές επιλογές τους,
η γνώμη των γονέων, αναφορικά με τη χρήση των Νέων Τεχνολογιών από τα παιδιά τους,
β. Τα δεδομένα ερευνών όπως προκύπτουν από τη βιβλιογραφική επισκόπηση και οδηγούν στη διατύπωση των ερωτημάτων που ενδιαφέρουν τη συγκεκριμένη έρευνα:
Ι. Οι μαθητές και οι μαθήτριες και η σχέση τους με τις Τεχνολογίες της Πληροφορίας και Επικοινωνίας:
τα αγόρια παρουσιάζουν διαφορές από τα κορίτσια στο εύρος, στη διάρκεια χρήσης του Η/Υ και στην εμπειρία χρήσης του,
τα αγόρια έχουν υψηλότερη αυτοεκτίμηση από τα κορίτσια αναφορικά με την ικανότητά τους σε τεχνικές δεξιότητες στη χρήση του Η/Υ,
τα αγόρια ενδιαφέρονται περισσότερο για την τεχνολογική πλευρά των υπολογιστών,
οι επιδόσεις των αγοριών στο Γυμνάσιο στο μάθημα της Πληροφορικής είναι καλύτερες από αυτές των κοριτσιών,
ΙΙ. Οι μαθητές και οι μαθήτριες και η σχέση τους με τα θεωρητικά και θετικά μαθήματα-κλάδους σπουδών:
στις σχολικές επιδόσεις διαπιστώνεται ότι στο σχολείο σήμερα τα κορίτσια υπερτερούν των αγοριών στις επιδόσεις τους στα περισσότερα γνωστικά αντικείμενα,
οι καλές επιδόσεις των κοριτσιών οφείλονται στην αυξημένη προσπάθεια που καταβάλλουν ενώ οι καλές επιδόσεις των αγοριών, ερμηνεύονται με βάση τις ιδιαίτερες νοητικές τους ικανότητες,
τα κορίτσια έχουν χαμηλή αυτοπεποίθηση σε σχέση με τις ικανότητές τους στις θετικές επιστήμες και εξακολουθεί να υφίσταται ο διαχωρισμός σε ανδρικά και γυναικεία επαγγέλματα, επιβεβαιώνοντας ότι η εικόνα των επιστημονικών περιοχών δεν είναι απαλλαγμένη από έμφυλα χαρακτηριστικά (Δεληγιάννη-Κουϊμτζή 2002, Εκκεκάκη 2004, Φρόση 2005),
το σχολείο μέσα από συγκεκριμένες πρακτικές και την κυρίαρχη χρήση του λόγου της διαφοράς και της ανισότητας, αναπαράγει τις κυρίαρχες ιδεολογίες για τις σχέσεις των φύλων, οι οποίες οδηγούν στη διαμόρφωση παραδοσιακών ανδρικών και γυναικείων ταυτοτήτων φύλου (Δεληγιάννη-Κουϊμτζή & Ζιώγου-Καραστεργίου 1997),
ο λόγος της διαφοράς και της ανισότητας κυριαρχεί στα σχολικά εγχειρίδια και διαμορφώνει στάσεις και αντιλήψεις. Οι διαφορετικές αυτές ταυτότητες φύλου γίνονται εμφανείς μέσα από τη μελέτη στάσεων, αντιλήψεων και προσδοκιών των αγοριών και των κοριτσιών για θέματα επιδόσεων και επαγγελματικών επιλογών (Ζιώγου-Καραστεργίου Σ. 2005, Παντούλη 2006).
Διατύπωση ερωτημάτων προς διερεύνηση από την έρευνα:
τα κορίτσια ενδιαφέρονται περισσότερο από τα αγόρια για το μάθημα της νεοελληνικής γλώσσας;
τα αγόρια ενδιαφέρονται περισσότερο για τους υπολογιστές και τις εφαρμογές τους;
η διδασκαλία του μαθήματος της νεοελληνικής γλώσσας με χρήση των ΤΠΕ (εκπαιδευτικό λογισμικό, διαδίκτυο) θα αλλάξει τις πεποιθήσεις των κοριτσιών απέναντι στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές;
η διδασκαλία του μαθήματος της νεοελληνικής γλώσσας με χρήση των ΤΠΕ (εκπαιδευτικό λογισμικό, διαδίκτυο) θα αλλάξει τις πεποιθήσεις των αγοριών απέναντι στο μάθημα της νεοελληνικής γλώσσας;
Σχεδιασμός της επικείμενης έρευνας
Η σχεδιαζόμενη έρευνα έχει το χαρακτήρα έρευνας-δράσης και πρόκειται να υλοποιηθεί το προσεχές σχολικό έτος σε μαθητές/-τριες της Β΄ Γυμνασίου με διδακτικές παρεμβάσεις στο μάθημα της νεοελληνικής γλώσσας.
Στάδια:
διερεύνηση πεποιθήσεων και αντιλήψεων αναφορικά με: α) τη στάση των μαθητών/-τριων και τις ΤΠΕ και β) το μάθημα στο οποίο θα εφαρμοστούν οι διδακτικές παρεμβάσεις (με χρήση ερωτηματολογίου στους συμμετέχοντες στην έρευνα),
υλοποίηση διδακτικών παρεμβάσεων με χρήση ΤΠΕ (εκπαιδευτικό λογισμικό του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, φύλλα εργασίας, αξιοποίηση πηγών από το διαδίκτυο (Κουτσογιάννης 2001, 2008) και πολυτροπικών κειμένων (Χοντολίδου 1999)
ενδιάμεση διερεύνηση
τελική αποτίμηση με άξονα τα ερωτήματα που τέθηκαν στην αρχική διερεύνηση, πριν από την υλοποίηση των διδακτικών παρεμβάσεων (με χρήση ερωτηματολογίου και συνεντεύξεων).
Βιβλιογραφία
Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, Β., Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου (1997). Φύλο και Σχολική Πράξη: Συλλογή εισηγήσεων. Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, Β. (2002). «Ο παράγοντας φύλο στην ελληνική σχολική πραγματικότητα: συνοψίζοντας τα ερευνητικά αποτελέσματα», στο Δεληγιάννη Β./ Σ. Ζιώγου, Λ. Φρόση (επιμ.). Φύλο και εκπαιδευτική πραγματικότητα στην Ελλάδα. Προωθώντας παρεμβάσεις για την Ισότητα των Φύλων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Θεσσαλονίκη: Κ.Ε.Θ.Ι.
Εκκεκάκη, Ε. (2004). Φύλο και Νέες Τεχνολογίες στους Μαθητές Ενιαίου Λυκείου: Προεκτάσεις για τη Σταδιοδρομία/μεταπτυχιακή εργασία. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Φ.Π.Ψ.
Ζιώγου-Καραστεργίου Σ. (2005). Διερευνώντας το φύλο: Ιστορική Διάσταση και σύγχρονος προβληματισμός στη Γενική, Επαγγελματική και Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση. Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
Κουτσογιάννης, Δ. (2001). «Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές και διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας: προς τη διαμόρφωση ενός κριτικού τεχνογραμματισμού». Πρακτικά 5ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας, 13-15 Σεπτεμβρίου 2001, Παρίσι.
Κουτσογιάννης, Δ. (2008). “Διδακτική αξιοποίηση των λεξικών και σωμάτων κειμένων: θεωρητικό πλαίσιο”, http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/education/cbt/utilization/theory.html
(πρόσβαση: 11/4/2008).
Ματσαγγούρας, Ηλίας (1990). Ομαδοκεντρική Διδασκαλία και Μάθηση: Θεωρία και Πράξη της Διδασκαλίας κατά Ομάδες. Αθήνα: Γρηγόρη.
Μπίκος, Κ. (1995). Εκπαιδευτικοί και Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές. Στάσεις Ελλήνων εκπαιδευτικών απέναντι στην εισαγωγή ηλεκτρονικών υπολογιστών στη Γενική Εκπαίδευση. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.
Παντούλη, Ο. (2006). Γυναίκες και Νέες Τεχνολογίες : «Λόγοι» φοιτητριών για τους υπολογιστές/ διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Ψυχολογίας-Τμήμα Φιλοσοφίας - Παιδαγωγικής. Α.Π.Θ.
Φρόση, Λ. (2005). Εκπαιδευτικοί σε διαδικασία αλλαγής: εφαρμογή της μεθόδου «Ο Εκπαιδευτικός ως Ερευνητής» στην επιμόρφωση εκπαιδευτικών σε θέματα ισότητας και σχέσεων των φύλων/διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Α.Π.Θ.
Χοντολίδου Ελ., (1999). Εισαγωγή στην έννοια της πολυτροπικότητας, στο Γλωσσικός Υπολογιστής, Περιοδική έκδοση Του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για τη Γλώσσα και τη Γλωσσική αγωγή, Τομ 1, τευχ.1, αναρτήθηκε στο http://www.komvos.edu.gr/periodiko/periodiko1st/thematikes/3/index.htm (πρόσβαση 7/6/2009).
__________________________________________________
Αφηγήσεις ζωής γυναικών επιστημόνων στην Ελλάδα: οι γυναίκες επιστήμονες στις φυσικές επιστήμες, τα μαθηματικά, την επιστήμη της μηχανικής και την τεχνολογία
Όλγα Παντούλη
Υποψήφια Δρ.
Το ζήτημα σχετικά με την θέση των γυναικών στον επιστημονικό-ερευνητικό τομέα των «ανδροκρατούμενων» επιστημονικών χώρων και ειδικότερα το θέμα της σχέσης «Γυναίκα και επιστήμη», συζητιέται ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής για την ισότητα ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών (ETAN 2001). Ενώ παρουσιάζεται αυξητική τάση συμμετοχής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση από πλευράς των γυναικών, σταδιακή επιλογή ανδρικών και τεχνολογικά προηγμένων επαγγελματικά κλάδων και βελτίωση της θέσης τους στην αγορά εργασίας, από την άλλη μεριά βλέπουμε ότι οι γυναίκες έχουν περιορισμένη παρουσία στις υψηλές βαθμίδες της ακαδημαϊκής ιεραρχίας και χαμηλή συμμετοχή στα κέντρα λήψης αποφάσεων (Μαραγκουδάκη 2008).
Στόχος της εργασίας είναι να εξετάσουμε με ερευνητικό εργαλείο την αφηγηματική ανάλυση (narrative analysis), τις εμπειρίες ζωής γυναικών επιστημόνων –ερευνήτριες και καθηγήτριες πανεπιστημίου που διακρίθηκαν στον τομέα τους– και τους παράγοντες που επέδρασαν ώστε να ασχοληθούν με τις φυσικές επιστήμες, την επιστήμη της μηχανικής, την τεχνολογία και τα μαθηματικά. Ποιοι ήταν οι σημαντικοί παράγοντες που επέδρασαν ώστε οι γυναίκες αυτές να ασχοληθούν με την επιστημονική καριέρα σε αυτούς τους τομείς;
Με την εργασία αυτή σκοπεύουμε να εξετάσουμε το ρόλο του φύλου στην εμπλοκή ενός ατόμου με μια επιστημονική περιοχή, να συσχετίσουμε τις εμπειρίες των γυναικών επιστημόνων με τη φεμινιστική κριτική στην επιστήμη και να προσφέρουμε μια «από μέσα σκοπιά» σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους οι γυναίκες επιστήμονες υπερπηδούν τα εμπόδια και τις προκαταλήψεις λόγω φύλου όταν εμπλέκονται επιστημονικά στους χώρους που προαναφέραμε και διεκδικούν μια επιστημονική καριέρα.
Κεντρικό σημείο της εργασίας είναι να διαμορφωθεί η ερευνητική θέση που θα αναδεικνύει την προσωπική εμπειρία των γυναικών επιστημόνων λόγω του φύλου τους. Η αφήγηση των γυναικών αυτών θεωρείται κεντρική στη μελέτη αυτή, γι’ αυτό είναι σημαντικό το ότι η μέθοδος που επιλέγουμε, η αφηγηματική ανάλυση (narrative analysis) δίνει φωνή στις γυναίκες επιστήμονες που θα συμμετέχουν στην έρευνα αυτή.
Έπειτα από συστηματική μελέτη -η οποία δεν έχει ολοκληρωθεί- της βιβλιογραφίας σχετικά με τις αφηγήσεις ζωής, πρόκειται να παρουσιάσω κάποιους προβληματισμούς σχετικά με το μεθοδολογικό πλαίσιο όπου θα κινηθεί η υπό εκπόνηση διδακτορική διατριβή με τίτλο: Αφηγήσεις ζωής γυναικών επιστημόνων στην Ελλάδα: οι γυναίκες επιστήμονες στις φυσικές επιστήμες, τα μαθηματικά, την επιστήμη της μηχανικής και την τεχνολογία.
Βασική παραδοχή της ερευνητικής πορείας της εργασίας είναι ότι η βιογραφία αναγνωρίζεται ως δομή με ανοιχτή προς τα έξω αυτοαναφορικότητα. Αυτό σημαίνει ότι η νοητική επεξεργασία των εξωτερικών επιδράσεων δεν καθορίζεται από το χαρακτήρα των εξωτερικών επιδράσεων, αλλά από μια ήδη υπάρχουσα εσωτερική λογική, στην οποία οφείλουν να κωδικοποιηθούν τα προσλαμβανόμενα ερεθίσματα. Επομένως παρόμοιες κοινωνικές καταστάσεις προσλαμβάνονται και βιώνονται από τα άτομα με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τις εσωτερικές δομές του προσωπικού συστήματος του κάθε ατόμου. Η βιογραφική συγκρότηση αντιμετωπίζεται ως δομή που διαμεσολαβεί τον «εξωτερικό» κόσμο με τον «εσωτερικό», το κοινωνικό με το ατομικό (Τσιώλης 2006).
Η αφήγηση ιστοριών είναι ένας από τους σημαντικούς τρόπους με τους οποίους τα άτομα δομούν και εκφράζουν νοήματα: πώς τα γεγονότα έχουν δομηθεί από τα δρώντα υποκείμενα. Οι έρευνες για τη μελέτη του εαυτού πρέπει να επικεντρώνονται στα νοήματα σύμφωνα με τα οποία καθορίζεται ο Εαυτός τόσο από το άτομο, όσο και από την κουλτούρα στην οποία συμμετέχει. Με την αφήγηση δίνεται η δυνατότητα σε κάποιον να δημιουργήσει μια αφήγηση καινούργια που, παρότι μπορεί να ήταν απλώς ένα προκάλυμμα της μνήμης ή ακόμα και δημιούργημα της φαντασίας, ήταν όμως αρκετά κοντά στην πραγματικότητα, ώστε να βάλει σε λειτουργία μια διαδικασία ανοικοδόμησης. Η «αλήθεια» που έχει σημασία δεν είναι η ιστορική αλήθεια, αλλά κάτι που επέλεξε να ονομάσει αφηγηματική αλήθεια (Bruner 1997).
Στο Handbook of narrative inquiry: mapping a methodology (κεφ. 24) συνομιλούν εξέχουσες προσωπικότητες του χώρου, Elliot Mishler, Don Polkinghorne και Amia Lieblich, απαντώντας σε ερωτήματα που τους θέτουν οι Jean Clandinin και Shaun Murphy. Εκεί βλέπουμε ότι διαφοροποιούν την αφηγηματική μέθοδο (narrative inquiry) από τις άλλες ποιοτικές μεθόδους ως προς τη φιλοσοφική διάστασή της, λέγοντας ότι ενώ οι άλλες ποιοτικές μέθοδοι προχωρούν σε ταξινομήσεις και κοιτούν κανονικότητες μέσα στις συνεντεύξεις και στα άλλα εργαλεία συλλογής στοιχείων, στην αφηγηματική μέθοδο αυτό που πραγματικά ενδιαφέρει είναι οι ζωές των υποκειμένων και σε μια συνολική αποτίμηση επισημαίνουν ιδιαίτερα, πώς οι άνθρωποι αντιδρούν σε παρόμοια γεγονότα της ζωής τους. Ο Don Polkinghorne, στην ίδια συζήτηση, κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην αφηγηματική ανάλυση (narrative analysis) και στην ανάλυση των αφηγήσεων (analysis of narratives), θεωρώντας ότι η ανάλυση των αφηγήσεων μπορεί να ειδωθεί ως μια πιο γενική μορφή ποιοτικής έρευνας όπου οι αφηγήσεις αναλύονται σε θέματα και κατηγορίες. Η αφηγηματική ανάλυση όμως, ταιριάζει με την αφηγηματική μέθοδο, η οποία κατανοεί τις ζωές ως συνεχώς μεταβαλλόμενες, ως μεμονωμένα γεγονότα μέσα σε μια ζωή ενός ατόμου. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ιστορία που γράφει η ερευνήτρια (Clandinin 2007).
Η ερμηνευτική θεωρία του Paul Ricoeur (1990) διαπιστώνει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ εξήγησης (explanation) και κατανόησης (understanding). Η κατανόηση περιλαμβάνει την εξήγηση, αλλά η εξήγηση αναπτύσσει την κατανόηση. Και οι δύο έννοιες περιλαμβάνονται στην ανώτερη έννοια ερμηνεία (interpretation).
Επειδή όλα τα δεδομένα είναι επιλεκτικά, το καίριο πρόβλημα όπως είπε ο Blumer (the Polish Pleasant) είναι η ίδια η ουσία της ερμηνείας: «Η διαδικασία της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στη θεωρία και το επαγωγικό υλικό...είναι η ουσία του μεθοδολογικού προβλήματος αναφορικά με τα προσωπικά τεκμήρια». Για να αναλύσουμε το πρόβλημα της ερμηνείας των προσωπικών τεκμηρίων, είναι χρήσιμο να κατασκευάσουμε ένα συνεχές (continuum) με τους δύο βασικούς ερμηνευτές σε κάθε ιστορία ζωής: το υποκείμενο της μελέτης και την ερευνήτρια (Plummer 2000).
Βιβλιογραφία
Μαραγκουδάκη, Ε. (2008). Σταδιοδρομίες γυναικών στην εκπαίδευση. Κοινωνικοί επικαθορισμοί και προσωπικές στρατηγικές. Αποτελέσματα από το ερευνητικό πρόγραμμα ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ ΙΙ (2005-2008).
Τσιώλης, Γ. (2006). Ιστορίες ζωής και βιογραφικές αφηγήσεις: η βιογραφική προσέγγιση στην κοινωνιολογική ποιοτική έρευνα. Αθήνα: Κριτική.
Bruner, Jerome (1997). Πράξεις νοήματος/Μτφρ. Ήβη Ρόκου και Γιώργος Καλομοίρης. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Clandinin, Jean (επιμ.) (2007). Handbook of narrative inquiry: mapping a methodology. Thousand Oaks: Sage.
European Commision (2001). Science policies in the European Union: a report from the ETAN expert working group on women and science. Brussels: European Community.
Harding, S. (1993). Rethinking standpoint epistemology: What is strong objectivity? Στο Linda Alcoff & Elizabeth Potter (επιμ.) Feminist epistemologies, σσ. 49-82. New York: Routledge.
Hartsock, N. (1983). The feminist standpoint: Developing the ground for a specifically feminist historical materialism. Στο Sandra Harding & Merrill Hintikka (επιμ.) Discovering Reality: feminist perspectives on epistemology, metaphysics, methodology and philosophy of sciences, σσ. 283-310. Dordrecht: Reidel.
Plummer, Kenneth (2000). Εισαγωγή στα προβλήματα και τη βιβλιογραφία μιας ανθρωπιστικής μεθόδου/Μτφρ. Χαρά Λιαναντωνάκη. Αθήνα: Gutenberg.
Ricoeur, Paul (1990). Η αφηγηματική λειτουργία/Μτφρ. Βαγγέλης Αθανασόπουλος. Αθήνα: Καρδαμίτσας.